|
Οι όροι
της πρότασης Euronext
Αρχικά,
η Euronext έχει δείξει
ότι δεν σκοπεύει να
βελτιώσει τη σχέση
ανταλλαγής μετοχών, στις
20 μετοχές της ΕΧΑΕ για
κάθε μία του Euronext.
Επιπλέον, η Euronext
είναι ο μοναδικός
αγοραστής αυτή τη
στιγμή, με τις
«ευλογίες» μάλιστα των
μεγάλων κυβερνήσεων της
Ευρώπης (βλ. τελευταίες
δηλώσεις του Γερμανού
Καγκελαρίου, Φρίντριχ
Μερτζ) και εάν η πρόταση
αποσυρθεί, ενδεχομένως
δεν θα υπάρξουν άλλες
εναλλακτικές προσφορές.
Αναμφίβολα, λοιπόν, η
εξαγορά του
Χρηματιστηρίου Αθηνών
εντάσσεται σε μια γενική
προσπάθεια δημιουργίας
ενός ενιαίου συστήματος,
ενισχύοντας τη
ρευστότητα και
προσφέροντας πρόσβαση σε
μεγαλύτερες ευρωπαϊκές
αγορές. Μια σύσταση που
διατυπώνεται πολλάκις
τελευταίως και από τον
πρώην επικεφαλής της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι.
H
συμφωνία φαίνεται να
προσφέρει σημαντικές
ευκαιρίες για τις
μεγάλες εταιρείες, οι
οποίες θα αποκτήσουν
καλύτερη πρόσβαση σε
ρευστότητα και διεθνή
κεφάλαια
Στα
θετικά
Σε πρώτη
ανάγνωση, η ένταξη στο
σύστημα Euronext μπορεί
να προσφέρει στην Ελλάδα
τη δυνατότητα να
αποτελέσει μέρος
μεγαλύτερων αγορών,
ειδικά μάλιστα καθώς η
τάση είναι αυτή της
συγκέντρωσης. Με τις
χρηματοπιστωτικές αγορές
να ενοποιούνται και τους
εκδότες να αναζητούν όλο
και περισσότερο
ρευστότητα, η Euronext
δείχνει να έχει πάρει τα
ηνία σε αυτήν την τάση,
θέτοντας ήδη τις βάσεις
για μια ενιαία ευρωπαϊκή
κεφαλαιαγορά.
Σε αυτό
το πλαίσιο, δεν
αποκλείεται, όπως
μεταφέρουν πηγές του OT,
ενδεχόμενη αποτυχία της
συμφωνίας και αποχώρηση
της Euronext θα
μπορούσαν να οδηγήσουν
σε ένα αρνητικό μήνυμα
για την ελληνική αγορά.
Η αντίληψη ότι «η Ελλάδα
συμμετέχει στην
αναπτυξιακή πορεία της
Ευρώπης» θα μπορούσε να
αντιστραφεί,
δημιουργώντας την εικόνα
ότι η χώρα «χάνει το
τρένο» και δεν μπορεί να
ακολουθήσει τον ταχύ
ρυθμό εξέλιξης των
ευρωπαϊκών
χρηματοπιστωτικών
αγορών.
Με άλλα
λόγια, η συμφωνία
φαίνεται να προσφέρει
σημαντικές ευκαιρίες για
τις μεγάλες εταιρείες,
οι οποίες θα αποκτήσουν
καλύτερη πρόσβαση σε
ρευστότητα και διεθνή
κεφάλαια, ωστόσο, για
τις μικρομεσαίες
ελληνικές επιχειρήσεις,
η κατάσταση είναι πιο
αβέβαιη.
Στα
αρνητικά
Ωστόσο,
οι συνέπειες για την
ελληνική αγορά έχουν
διπλή ανάγνωση. Εάν η
συμφωνία αποτύχει και η
Euronext αποσύρει την
πρόταση, η ΕΧΑΕ θα
παραμείνει αυτόνομη,
αλλά θα συνεχίσει σε μια
κατάσταση
υπερσυγκέντρωσης. Αυτή
τη στιγμή περί τις 10
εισηγμένες
αντιπροσωπεύουν το 55%
της συνολικής
κεφαλαιοποίησης της
αγοράς, με τις 4
συστημικές να κατέχουν
το 30% της αποτίμησης
(με τη βαρύτητά τους στη
διαμόρφωση των δεικτών
να φτάνει το 50%).
Η εικόνα
ενδεχομένως να είναι
περισσότερο περίπλοκη,
εάν συνεχιστεί η τάση οι
μεγαλύτερες ελληνικές
επιχειρήσεις συνεχίσουν
να αναζητούν μεγαλύτερη
ρευστότητα και πρόσβαση
σε διεθνείς αγορές,
μετατρέποντας την
ελληνική κεφαλαιαγορά σε
μια εσωστρεφή αγορά με
περιορισμένες προοπτικές
ανάπτυξης.
Σε
περίπτωση απόσυρσης του
Euronext, η ελληνική
κεφαλαιαγορά θα
παραμείνει στην
υπάρχουσα τεχνολογία και
υποδομές, συνεχίζοντας
με ίδιους πόρους τις
προσπάθειες αναβάθμισης,
οι οποίες μέχρι τώρα
είναι περιορισμένες.
Ωστόσο, αξίζει να
σημειωθεί εδώ ότι η
παράμετρος των καλύτερων
προοπτικών εσόδων, λόγω
της αναβάθμισης της
ελληνικής αγοράς και της
αύξησης των ροών, έχει
βελτιώσει και τις
εκτιμήσεις για τα
περιθώρια περισσότερων
επενδύσεων από την
πλευρά της ΕΧΑΕ, ειδικά
στον τεχνολογικό τομέα.
Δεν
είναι λίγοι οι αναλυτές
που θεωρούν ότι η ένταξη
του Χρηματιστηρίου
Αθηνών στο σύστημα
της Euronext θα το
υποβιβάσει σε ένα απλό
τμήμα ενός ξένου
μηχανισμού. «Αυτή τη
στιγμή το ΧΑ δεν έχει σε
τίποτα να ζηλέψει τις
μεγάλες αγορές της
Ευρώπης και απόδειξη
αυτού είναι η πρόσφατη
αναβάθμιση βάσει
αντικειμενικών
κριτηρίων», ανέφερε
χρηματιστηριακή πηγή
στον ΟΤ.
Η
έλλειψη πρόσβασης σε
προγράμματα όπως το
IPOready, το Elite, και
οι πανευρωπαϊκές βάσεις
retail investors θα
μπορούσε να περιορίσει
τις δυνατότητες
ανάπτυξής τους, καθώς
δεν θα μπορούν να
επωφεληθούν από τα ίδια
προγράμματα και
ευκαιρίες που
προσφέρονται σε διεθνές
επίπεδο. Ουσιαστικά, οι
ελληνικές μικρομεσαίες
εταιρείες, που είναι το
θεμέλιο της ελληνικής
οικονομίας, κινδυνεύουν
να παραμείνουν στην
αφάνεια.
Άλλωστε,
δεν είναι μυστικό, ότι
το μέγεθος της
πλειονότητας των
ελληνικών εισηγμένων
είναι τέτοιο που
ενδεχομένως να «χαθούν»
ανάμεσα σε χιλιάδες
ευρωπαϊκές. Η ορατότητά
τους θα περιοριστεί
σημαντικά, καθώς οι
ξένοι αναλυτές και τα
μεγάλα διεθνή κεφάλαια
θα επικεντρωθούν στους
μεγάλους ευρωπαϊκούς
κολοσσούς, μην
καλύπτοντας (όπως
γίνεται και τώρα) τις
ελληνικές εταιρείες.
Αρκετοί
σκεπτικιστές παραπέμπουν
στην περίπτωση της
Πορτογαλίας και της
Ιρλανδίας
Τα
προηγούμενα παραδείγματα
Αρκετοί
σκεπτικιστές παραπέμπουν
στην περίπτωση της
Πορτογαλίας και της
Ιρλανδίας, όπου η
Euronext ολοκλήρωσε τις
εξαγορές τους το 2002
και το 2018 αντίστοιχα.
Η
Πορτογαλία εντάχθηκε
στην Euronext το 2002,
όταν το Bolsa de Valores
de Lisboa e Porto (BVLP)
συγχωνεύθηκε με τον
όμιλο Euronext. Η
Ιρλανδία εντάχθηκε στον
όμιλο Euronext στις 27
Μαρτίου 2018, όταν το
Irish Stock Exchange
(ISE) μετονομάστηκε σε
Euronext Dublin.
Στο πιο
πρόσφατο παράδειγμα (για
λόγους συγκρισιμότητας,
αφού στην περίπτωση της
Πορτογαλίας είχε
μεσολαβήσει και η
κρίση), της Ιρλανδίας,
περισσότερες από 20
ιρλανδικές εταιρείες
αποχώρησαν από το
Euronext Dublin από το
2018, ενώ μόλις πέντε
νέες εταιρείες
εντάχθηκαν. Επιχειρήσεις
όπως οι CRH, Flutter και
Smurfit Kappa αποφάσισαν
να μεταφέρουν τις
μετοχές τους σε
μεγαλύτερες και
διεθνοποιημένες αγορές
όπως το NYSE.
Οι
αποχωρήσεις των
εταιρειών είχαν ως
αποτέλεσμα τη δραματική
μείωση της
κεφαλαιοποίησης του
ιρλανδικού
χρηματιστηρίου, η οποία
έπεσε από τα 123 δισ.
ευρώ το 2018 στα 55 δισ.
ευρώ το 2025, δηλαδή
περίπου το μισό από την
αξία που είχε η αγορά
κατά την ένταξη στον
Euronext.
Και στο
παρελθόν όμως, η
Πορτογαλία αποτελεί ένα
ακόμα παράδειγμα που
δείχνει τις δυσκολίες
της ένταξης σε
μεγαλύτερους
χρηματιστηριακούς
οργανισμούς. Η χώρα
εντάχθηκε στο Euronext
το 2002, με στόχο την
ανάπτυξη και ενίσχυση
της εγχώριας αγοράς μέσω
της κοινής τεχνολογίας
και της πανευρωπαϊκής
προβολής. Παρά την
αναμενόμενη ώθηση, τα
στοιχεία των τελευταίων
δύο δεκαετιών δείχνουν
ότι η συνολική
κεφαλαιοποίηση της
αγοράς είναι χαμηλότερη
από την περίοδο πριν την
ένταξη. Η κυριότερη
κινητήρια δύναμη της
κεφαλαιοποίησης ήταν οι
ιδιωτικοποιήσεις, όχι η
οργανική ανάπτυξη της
αγοράς.
Ο
αριθμός των εισαγωγών
μετοχών (IPOs) από το
2002 έως το 2025 ήταν
ουσιαστικά μηδενικός, με
την εξαίρεση της
GreenVolt το 2021. Παρά
την προσδοκία για
μεγαλύτερη ανάπτυξη και
προσέλκυση εταιρειών, η
αγορά συρρικνώθηκε
αριθμητικά (σχεδόν κατά
50%) και η
κεφαλαιοποίηση συνέχισε
να υποχωρεί σε σχέση με
τα επίπεδα πριν την
ένταξη στο Euronext.
Πηγή:
Οικονομικός Ταχυδρόμος
|